υποκοτύλιο

υποκοτύλιο
το, Ν
βοτ. το τμήμα τού βλαστιδίου και τού βλαστού τού νεαρού αρτιβλάστου το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο ριζίδιο τού εμβρύου ή τού νεαρού αρτιβλάστου και στις κοτυληδόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + κοτύλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”